- ρακέτα
- η, Ν(άθλ.)1. όργανο αποτελούμενο από δικτυωτό πλέγμα, τεντωμένο μέσα σε ένα ωοειδές ξύλινο ή μεταλλικό πλαίσιο με λαβή, το οποίο χρησιμοποιείται στο άθλημα τής αντισφαίρισης2. πλατύσχημο ωοειδές όργανο μικρού μεγέθους, όμοιο με το παραπάνω, από ξύλο, με κοντή λαβή, κατάλληλο για το άθλημα τής επιτραπέζιας αντισφαίρισης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. racchetta < μσν. γαλλ. raquette < αραβ. rāhah «παλάμη»].
Dictionary of Greek. 2013.